συνέδριο

συνέδριο
Συγκέντρωση ειδικών σε ανώτερο επίπεδο με σκοπό να εξετάσουν προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος. Τα λεγόμενα διεθνή σ. είναι συνήθως συγκεντρώσεις, αρχηγών κρατών ή πρωθυπουργών που έχουν σκοπό την εξέταση ζητημάτων που ενδιαφέρουν πολλά κράτη μαζί. Στην πράξη όμως ο όρος έχει αντικατασταθεί από τον όρο «διάσκεψη» ή «συνδιάσκεψη», ανεξάρτητα από τη σπουδαιότητα του θέματος που συζητιέται και την ιδιότητα εκείνων που παίρνουν μέρος. Πριν από τα σ. ή τις διασκέψεις προηγούνται πάντα διπλωματικές επαφές ανάμεσα στα μέρη για τον καθορισμό ημερήσιας διάταξης, της διαδικασίας, της έδρας, της διάρκειας κλπ. Τα σ. αρχίζουν συνήθως με την εκλογή ενός πρόεδρου και το σχηματισμό μιας γραμματείας κι ενός γραφείου τύπου που φροντίζει, μεταξύ άλλων, για την έκδοση «ανακοινωθέντων» σχετικά με την πορεία των εργασιών. Κάθε κράτος παίρνει μέρος σε σ. με μια περισσότερο ή λιγότερο πολυάριθμη αντιπροσωπεία, ανάλογα με τα θέματα που πρόκειται να συζητηθούν. Συνήθως προβλέπονται και «επιτροπές» ή «υποεπιτροπές» στις οποίες αναθέτουν την εξέταση δευτερευόντων προβλημάτων διαδικασίας κτλ. Οι αποφάσεις παίρνονται κατά κανόνα με ομοφωνία. Τα σ. και οι διασκέψεις μπορούν να συγκαλούνται έκτακτα για τη λύση ενός ειδικού προβλήματος ή να είναι περιοδικές, όπως οι διασκέψεις των υπουργών των Εξωτερικών των κρατών μελών του NATO και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, οι παναμερικανικές και εκείνες των πρωθυπουργών της Βρετανικής Κοινοπολιτείας κτλ. Πολλά σ. έχουν κοινωνικό και τεχνικό περιεχόμενο και βοηθούν σημαντικά στη δημιουργία των προϋποθέσεων για βαθύτερη και πλατύτερη συνεργασία μεταξύ των λαών. Άλλα πάλι χαρακτηρίζονται ως επιστημονικά, γιατί σ’ αυτά μετέχουν σύνεδροι ορισμένης επιστημονικής ειδικότητας. Το Συνέδριο της Βιέννης του 1815 αποτέλεσε σταθμό στη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία. Εδώ, οι σύνεδροι του ιστορικού αυτού συνεδρίου σε πίνακα του ζωγράφου Ισαμπέι. Στιγμιότυπο από το συνέδριο με θέμα «Ευρωπαϊκό Πνεύμα και Επιχειρηματική Συνεργασία». Οι προκλήσεις του ευρώ και του ηλεκτρονικού εμπορίου (φωτ.ΑΠΕ).
* * *
το / συνέδριον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σουνέδριον Α [σύνεδρος]
1. σύσκεψη πολλών προσώπων με σκοπό τη λήψη αποφάσεων για σημαντικά ζητήματα, (α. «συνέδριο ειρήνης» β. «συνέδριον εἰς Χαλκίδα συνάγων», Αισχίν.)
2. φρ. «συνέδριο τών Ιουδαίων»
(κατά την ελληνορρωμαϊκή εποχή) η ανώτατη δικαστική αρχή τών Ιουδαίων, που είχε ως έδρα της την Ιερουσαλήμ, απαρτιζόταν από 71 μέλη προερχόμενα από όλες τις κοινωνικές τάξεις τών Ιουδαίων και ήταν αρμόδια για κάθε υπόθεση η οποία δεν μπορούσε να λυθεί από τα τοπικά εβραϊκά δικαστήρια ή από τον Ρωμαίο επίτροπο
νεοελλ.
1. εθνική ή διεθνής διάσκεψη στην οποία συζητούνται πολιτικά, οικονομικά, επιστημονικά ή κοινωνικο-πολιτιστικά προβλήματα (α. «ιατρικό συνέδριο» β. «οικολογικό συνέδριο»)
2. το ανώτατο καθοδηγητικό όργανο ορισμένων πολιτικών κομμάτων
3. ονομασία διεθνών συνόδων τών αντιπροσώπων διαφόρων κρατών, που συγκαλούνται συνήθως για τη σύναψη συνθηκών ειρήνης
4. το σύνολο τών μελών συνεδρίου («το συνέδριο διέκοψε τις εργασίες του μέχρι την επόμενη Δευτέρα»)
5. φρ. α) «ελεγκτικό συνέδριο» — δημόσια αρχή επιφορτισμένη με τον οικονομικό έλεγχο τών κρατικών υπηρεσιών
β) «διπλωματικό συνέδριο» — συνέδριο πληρεξουσίων διαφόρων κρατών με σκοπό συνήθως την εξομάλυνση στρατιωτικών και πολιτικών διαφορών
αρχ.
1. πολεμικό συμβούλιο
2. συνέλευση αντιπροσώπων συμμάχων ή ομόσπονδων πολιτειών
3. η Ρωμαϊκή Σύγκλητος
4. ο τόπος όπου συνέρχεται το συνέδριο, αίθουσα συνεδρίασης
5. στον πληθ. τὰ συνέδρια
η βουλή τών εξακοσίων μαζί με τον Άρειο Πάγο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνέδριο — το 1. συγκέντρωση πολλών ατόμων για σύσκεψη και λήψη αποφάσεων: Στο συνέδριο των παιδιάτρων έγιναν σημαντικές ανακοινώσεις. 2. το σύνολο των ατόμων που παίρνουν μέρος σε μια τέτοια συγκέντρωση: Το συνέδριο του κόμματος πήρε σημαντικές αποφάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μέγα Συνέδριο — (εβρ. Σανχεδρίν). Σώμα συμβούλων των Εβραίων. Η ύπαρξή του χρονολογείται από την ελληνιστική περίοδο και διέθετε τόσο θρησκευτική όσο και κοσμική εξουσία. Μέλη του ήταν ο μέγας αρχιερέας της περιόδου, οι πρώην μεγάλοι αρχιερείς των οποίων η… …   Dictionary of Greek

  • Ελεγκτικό Συνέδριο — Δικαστήριο και ανεξάρτητη διοικητική αρχή που λειτουργεί υπό την εποπτεία του υπουργείου Οικονομικών. Συστάθηκε το 1933 και από τότε αποτέλεσε αντικείμενο πολλών μεταρρυθμίσεων. Οι σχετικές διατάξεις κωδικοποιήθηκαν με το προεδρικό διάταγμα της 3 …   Dictionary of Greek

  • Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕ) — Όργανο της ΕΕ με αρμοδιότητα την επαλήθευση της νομιμότητας και της κανονικής κατάστασης των εσόδων και των δαπανών της ΕΕ, καθώς και την εξασφάλιση της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Το Ε.Σ. ιδρύθηκε το 1977,… …   Dictionary of Greek

  • γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Cadastre de Grèce — Le Cadastre de Grèce (registre foncier) est un dossier complet, unifié, systématique et actualisé en permanence de la propriété hypothécaire. Il comprend la description géométrique et la propriété de chaque parcelle. En Grèce, le cadastre… …   Wikipédia en Français

  • Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”